Ερευνητές από το κρατικό πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον διαπίστωσαν ότι το κάπνισμα κάνναβης μπορεί να οδηγήσει σε βραχυπρόθεσμη μείωση έως και 50% των συμπτωμάτων της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (OCD).

Οι τρέχουσες θεραπείες για το OCD περιλαμβάνουν θεραπεία έκθεσης και πρόληψης απόκρισης, όπου οι παράλογες σκέψεις σχετικά με ορισμένες συμπεριφορές αμφισβητούνται άμεσα. Συνήθως συνταγογραφούνται επίσης αντικαταθλιπτικά ή αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI). Ενώ αυτές οι θεραπείες μπορεί να ανακουφίσουν τα συμπτώματα, ωστόσο, δεν είναι θεραπευτικές ούτε λειτουργούν σε κάθε περίπτωση της OCD.

Για τη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που εισήχθησαν από χρήστες της εφαρμογής Strainprint που αυτοπροσδιορίστηκαν ότι είχαν OCD, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παρεμβατικές και επίμονες σκέψεις παράλληλα με επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Συνολικά, τα δεδομένα καταγράφηκαν σε 1.800 συνεδρίες κάνναβης από 87 άτομα για περίοδο 31 μηνών.

Από τα δεδομένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μετά το κάπνισμα κάνναβης, οι χρήστες που αυτοπροσδιορίστηκαν ότι είχαν OCD ανέφεραν μείωση κατά 60% στους καταναγκασμούς τους. Ανέφεραν επίσης μείωση 49% στις εμμονές και 52% μείωση του άγχους. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσοι λαμβάνουν υψηλότερες δόσεις κάνναβης και στελέχη με υψηλότερα επίπεδα κανναβιδιόλης (CBD), τείνουν να βλέπουν μεγαλύτερες μειώσεις στους καταναγκασμούς τους.

Βρήκαν επίσης, ωστόσο, ότι καθώς οι άνθρωποι συνέχισαν να χρησιμοποιούν κάνναβη, οι σχετικές μειώσεις στις εμμονές ελαττώθηκαν ελαφρώς, υποδηλώνοντας ότι με την πάροδο του χρόνου οι χρήστες χτίζουν ανοχή στο φυτό. Παρ ‘όλα αυτά, η σχέση μεταξύ κάνναβης και μειώσεων στα συμπτώματα OCD παρέμεινε αρκετά συνεπής, αν και τα συμπτώματα μειώθηκαν μόνο εντός τεσσάρων ωρών από το κάπνισμα του φυτού.

Ως εκ τούτου, οι ερευνητές λένε ότι τα αποτελέσματά τους υποδηλώνουν ότι η κάνναβη μπορεί να είναι ευεργετική στη μείωση των συμπτωμάτων της OCD βραχυπρόθεσμα. Τονίζουν, ωστόσο, ότι αυτά τα αποτελέσματα δεν φαίνεται να είναι μακροπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι τα ευρήματα της CBD είναι ενδιαφέροντα, καθώς η ένωση δεν είναι ‘μεθυστική’ και συνεπώς έχει τη δυνατότητα να υποβληθεί σε κλινικές δοκιμές για τη ρύθμιση της καταναγκαστικής συμπεριφοράς.

Αν και είναι ενδιαφέροντα τα ευρήματα, οι ερευνητές δεν υποστηρίζουν ότι η αδυναμία τους να χρησιμοποιήσουν ένα εικονικό φάρμακο (placebo control) και το «φαινόμενο προσδοκίας» μεταξύ των χρηστών μπορεί να παρεμπόδισαν την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων τους. Επιπλέον, καθώς τα δεδομένα προέρχονταν από ένα αυτοεπιλεγμένο δείγμα χρηστών κάνναβης και όλα τα αποτελέσματα ήταν αυτοαναφερόμενα, τα αποτελέσματά τους χρειάζονται πιο ισχυρές αποδείξεις για να είναι πειστικά.